- συναναζεύγνυμι
- Αξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανέζευξεν — συναναζεύγνυμι set out along with aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek